ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

από τα ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ, ίσως σε αφορά...

Πήγαινε κάτω

από τα ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ, ίσως σε αφορά... Empty από τα ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ, ίσως σε αφορά...

Δημοσίευση από ΑΛΕΞΗΣ Σαβ 20 Ιουν 2009, 2:16 am

αναδημοσίευση από το φόρουμ ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ, κείμενο του ΠΕΡΙΚΛΗ


Κάπου μεταξύ 2000 και 2004, δε θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά, γνώρισα τον Παναγιώτη (τον Πάντυ). Είχε έρθει από την Αμερική με σκοπό να κάτσει έξι μήνες στην Ελλάδα για να πέσει με τα μούτρα στη μουσική, τρώγοντας τα λεφτά που ειχε μαζέψει μέσα σε χρόνια γι' αυτό το σκοπό. Αγόραζε όργανα, έκανε μαθήματα, πήγαινε ταξίδια στην Ελλάδα και την Τουρκία, άκουγε μουσικές και φυσικά έπαιζε. Μεταξύ άλλων έπαιζε νησιώτικο λαούτο. Μια φίλη μου μου είπε: ξέρω ένα τύπο που παίζει νησιώτικο λαούτο, την ψάχνει ακριβώς με τις ίδιες μουσικές όπως κι εσύ, και θα τρελαινόταν να παίξει μαζί με μια τσαμπούνα. Θες να σ' τον γνωρίσω; Και είπε και στον Παναγιώτη: ξέρω έναν με μια τσαμπούνα που την ψάχνει με τις ίδιες μουσικές όπως κι εσύ, και αναζητεί συνοδό -π.χ. ένα λαούτο. Θες να σ' τον γνωρίσω;
Ήταν Δεκέμβρης, και ετοιμαζόμασταν για τα κάλαντα. Η παρέα που θα τα λέγαμε μαζί είχε μαζευτεί σπίτι μου για πρόβα. Ήρθε και ο Παναγιώτης με την κοινή φίλη, για να γνωριστούμε. Πάνω στην πρόβα τσακώθηκα με μια κοπέλα από την παρέα, και ξεδίπλωσα όλη τη χυδαιότητα του χαρακτήρα μου, ουρλιάζοντας και βρίζοντας σαν υστερικός. Μετά κάποια στιγμή σκέφτηκα: Ωχ, έχουμε και τον καινούργιο φίλο εδωπέρα, ωραία εντύπωση θα του έκανα! Αλλά η ζημιά είχε γίνει.
Παρά ταύτα ο Παναγιώτης δεν αποθαρρύνθηκε. Με πήρε μετά από μερικές μέρες τηλέφωνο να βρεθούμε να παίξουμε. Πράγματι, αποδείχτηκε ότι οι αναζητήσεις μας ήταν σε απίστευτο βαθμό κοινές. Με έναυσμα τα κοινά μεράκια αναπτύχθηκε ένας έρωτας άνευ προηγουμένου μεταξύ μας.
Παίζαμε τσαμπουνοτράγουδα από τα Δωδεκάνησα. Βγάλαμε μερικά από Λέρο, Κάλυμνο, Πάτμο κλπ., αλλά αυτά που μας σαγήνευαν και τους δύο πιο πολύ ήταν τα καλύμνικα. Εγώ τα είχα ακούσει μόνο από δίσκους. Ηχογραφήσεις σχετικώς αρκετά αυθεντικές. Ο Παναγιώτης είχε και προσωπική εμπειρία, καθώς καταγόταν από το Τάρμπος (Τάρπον Σπρινγκς) της Φλώριδας, όπου ζουν πάρα πολλοί Καλύμνιοι και γενικότερα αρκετοί Δωδεκανήσιοι. Εγώ προσωπική εμπειρία είχα μόνο από την Κάρπαθο -και η τσαμπούνα μου καρπάθικη ήταν-, αλλά δεν παίζαμε καρπάθικα.
Είπαμε να κάνουμε ένα συγκρότημα, που θα το συμπληρώναμε με κάποιον έγχορδο, κατά προτίμηση βιολιτζή, και να παίζουμε. Ωστόσο ποτέ δε βρήκαμε τον τρίτο. Προς το τέλος του χρόνου που είχε διαθέσιμο ο Παναγιώτης στην Ελλάδα, σκεφτήκαμε: αφού τόσο καιρό παίζουμε μαζί, και παίζουμε τόσο καλά και βελτιωνόμαστε και κάνουμε κέφι, και δε μας έχει ακούσει κανείς εκτός από μερικούς φίλους, τουλάχιστον ας κάνουμε μια ηχογράφηση να μας μείνει.
Την κάναμε σε μια καθισιά στο σπίτι μου. Ήταν καλοκαίρι, με αθηναϊκό καύσωνα. Το σπίτι δεν έχει μόνωση. Για να περιορίσουμε την ενόχληση προς τη γειτονιά, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να κλείσουμε πορτοπαράθυρα. Ψοφήσαμε στη ζέστη. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο ήταν το εξής: παίζαμε ένα κομμάτι, τους Τρεις καλογήρους, που κρατάει γύρω στα είκοσι λεπτά. Τραγουδούσαμε μαζί, και παίζαμε εκείνος λαούτο και εγώ τσαμπούνα (η ηχογράφηση ήταν κατευθείαν, όχι με κανάλια. Γράφαμε σε μίνι ντισκ.). Είκοσι λεπτά τσαμπούνα ΚΑΙ τραγούδι σε συνθήκες καύσωνος και άπνοιας, είχα ιδρώσει τόσο που το σημάδι από τις πατούσες μου υπάρχει ακόμη στο παρκέ. Και περίπου στο 19ο λεπτό, κάναμε ένα λάθος στους στίχους: μπήκαμε ταυτόχρονα λέγοντας άλλο ο ένας και άλλο ο άλλος! Όχι ρε πούστη! (καθώς συνηθίζω να λέω σε τέτοιες περιστάσεις.) Αλλά είπαμε, δε γαμιέται. Δεν υπάρχει περίπτωση να το ξανακάνουμε, άλλα είκοσι λεπτά στο φούρνο χωρίς καμία βεβαιότητα ότι αυτή τη φορά θα βγει σωστό. Κι έτσι, το κομμάτι απαθανατίστηκε με ένα εμφανές λάθος.

ΑΛΕΞΗΣ

Αριθμός μηνυμάτων : 54
Registration date : 07/12/2007

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

από τα ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ, ίσως σε αφορά... Empty Απ: από τα ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ, ίσως σε αφορά...

Δημοσίευση από ΑΛΕΞΗΣ Σαβ 20 Ιουν 2009, 2:16 am

και η συνέχεια του μηνύματος του πΕΡΙΚΛΗ στα ΛΑΪΚΑ ΑΕΡΟΦΩΝΑ



Εντωμεταξύ, με το παίζε-παίζε τα καλύμνικα τόσο καιρό, είχαμε διαμορφώσει την ιδέα να πάμε για μήνα του μέλιτος στην Κάλυμνο, να ζήσουμε το ρίαλ θινγκ. Ιδίως για τον Παναγιώτη, το ταξίδι στην Κάλυμνο ήταν προσκύνημα, κάτι σαν επιστροφή στις χαμένες πατρίδες, αφού είχε μεγαλώσει στη μικρή Κάλυμνο της Φλώριδας -παρόλο που η προσωπική του καταγωγή δεν είναι καλύμνικη.

Κανονίσαμε να πάμε. Την ηχογράφηση την κάναμε μια-δυο μέρες πριν το ταξίδι. Την άλλη μέρα, πήγα σε ένα φίλο μου που είχε τα σχετικά μηχανήματα και φτιάξαμε ένα σιντί. Τότε, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δε νομίζω ότι είχαμε συνηθίσει ακόμη την ιδέα ότι μπορείς μέσα σε ελάχιστη ώρα να κάψεις ένα σιντί με οτιδήποτε μέσα. Έτσι το να ακούμε την ηχογράφησή μας από σιντί μου φαινόταν μαγικό, λες κι είχαμε βγάλει επίσημο άλμπουμ. Βέβαια ο Παναγιώτης τότε είχε ήδη ένα σωρο πραγματικά επίσημα άλμπουμ (εγώ δεν το ήξερα), αλλά κι εκείνος είχε ενθουσιαστεί εξίσου.
Οπότε, στο καράβι για Κάλυμνο ακούγαμε συνέχεια το σιντί, με το φορητό ντίσκμαν του Παναγιώτη. Μια ο ένας, μια ο άλλος (ήταν μονοφωνικό, δεν μπορούσαμε να μοιράσομε τα ακουστικά). Μετά από δυο-τρεις ακροάσεις ο καθένας, σώθηκαν οι μπαταρίες, αλλιώς ακόμα αυτή τη δουλειά θα κάναμε. Οπότε, χώσαμε το ντίσκμαν στο σακίδιο και αλλάξαμε ασχολία..
Κάποια στιγμή, ακούμε το σιντί να παίζει μόνο του. Βρε αμάν! Αφού ούτε το πάτησε κανείς, και δεν είχε και μπαταρίες. ¶σε που ούτε ηχείο είχε, μόνο ακουστικά. Από όπου και να το πιάσεις, ανεξήγητο. Τι θαύμα είναι αυτό;
Βάζω το αφτί μου στο σακίδιο, και διαπιστώνω ότι ο ήχος δεν ερχόταν από εκεί. Κάπου αλλού στο καράβι, κάποιος έπαιζε τσαμπούνα! Κοιταχτήκαμε με δέος και ενθουσιασμό. Τεντώσαμε κεραίες, οσμιστήκαμε τον αέρα και τρέξαμε χωρίς κουβέντες προς τα κει που ερχόταν η μουσική. Τους βρήκαμε: κάπου σε μια γωνιά στο κατάστρωμα, μια παρέα πέντε-έξι μεσόκοποι, με τις μπίρες τους, έχουν στήσει κατάσταση, και ο ένας παίζει τσαμπούνα. Καλύμνικη τσαμπούνα, με 3+5, που υπάρχει αποκλειστικά στην Κάλυμνο, και που είχαμε μάθει να αναγνωρίζουμε τον εντελώς ιδιαίτερο ήχο της, αλλά που δεν την είχαμε ξαναδεί ποτέ στ' αλήθεια (εγώ τουλάχιστον), και που δεν ήμασταν 100% βέβαιοι ότι υπάρχει όντως: ίσως οι ηχογραφήσεις να είχαν γίνει εκμαιεύοντας από τον τελευταίο 120χρονο τσαμπουνιέρη του νησιού τα απομεινάρια των παιδικών του αναμνήσεων λίγο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο του, λογαριάζεις; Με τα βιβλία, τους δίσκους και τα ντοκυμαντέρ ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος.
Και όμως όχι, ο τύπος ήταν ζωντανός, υπαρκτότατος, με σάρκα και οστά, και έπαιζε καλύμνικα, ακριβώς σαν κι αυτά που είχαμε ακούσει στους δίσκους, και οι άλλοι τα ήξεραν και τραγουδούσαν! Ναι, υπάρχει! Δεν το φανταστήκαμε, δεν πέσαμε θύματα της ψευδαίσθησης ενός σιντί! Όλες οι λεπτομέρειες ήταν σωστές στη θέση τους: το σάλπισμα του ελέφαντα στην αρχή κάθε κομματιού, το "έρι" με το χαρακτηριστικό γλίστρημα της φωνής, ο αυτοσχέδιος διάλογος με έτοιμες μαντινάδες, τα διπλώματα, το ρυθμικό μπιπ-μπιπ της τσαμπούνας, η καλύμνικη προφορά με το χαρακτηριστικό ζζήτα, τα πάντα όλα λες και τα 'χαμε παραγγελία!
Γνωριστήκαμε με τους τύπους εκεί. Φυσικά, και το δικό μας ποιόν δεν έμεινε για πολύ κρυφό: παραξενεύτηκαν που ξέραμε να ακολουθούμε ακριβώς τα τραούδια, μας ρώτησαν τι και πώς, και δεν αργήσαμε να βγάλουμε και τα δικά μας όργανα. Μάλιστα ο τσαμπουνιέρης μού έκανε και κάποιες συγκεκριμένες παρατηρήσεις: καλά το πας, αλλά εδώ πρόσεξε αυτό κι εκείνο... Αλλά γενικώς ενθουσιάστηκαν σχεδόν όσο κι εμείς από τη γνωριμία. (Μία παρατήρηση που έκανα: ο Καλύμνιος θα σου πει "καλά το πας αλλά πρόσεξε αυτό", ο Καρπάθιος θα σου πει μόνο "πρόσεξε αυτό", ή, αν τον πετύχεις στα σούπερ ντουζένια του, μπορεί να προσθέσει "για ξένος καλούτσικα το πας, αναλόγως", και ο Κυκλαδίτης θα σου πει κατευθείαν "μα είσαι φοβερός" χωρίς να πολυπροσέξει τι παίζεις.)
Για τη διαμονή μας στην Κάλυμνο δεν είχαμε κανονίσει απολύτως τίποτε. Ρωτήσαμε την παρέα αν υπήρχε κανένα γλέντι ή πανηγύρι εκείνες τις μέρες. Βέβαια, πώς δεν υπήρχε: ήταν ο ¶η Τάδε, που γιορτάζει σε δύο διαφορετικά μοναστήρια, ακριβώς το πρώτο βράδυ που θα ήμασταν εκεί (το καράβι φτάνει νύχτα: θα ξημέρωνε, θα πέρναγε μια μέρα και το βράδυ θα ήταν το πανηγύρι). Αλλά δεν ήξεραν να μας πουν τι παίζει στο ένα πανηγύρι και τι στο άλλο, γιατί είχαν χρόνια να πάνε.
Βγήκαμε στο νησί. Η πρώτη μας επαφή ήταν ένας με βανάκι που μας ρώτησε αν θέλουμε δωμάτια. Όχι ρε πούστη, κι εδώ ρεντρούμηδες; Όχι δε θέλουμε, ευχαριστούμε. Με την εντελώς ανύπαρκτη αίσθηση προσανατολισμού και των δυονών μας, ψάξαμε μες στη νύχτα κάποιο σημείο στην Πόθια, την πρωτεύουσα, να στήσουμε τη σκηνή προς ώρας. Αύριο θα βλέπαμε. Πήραμε την ακριβώς λανθασμένη κατεύθυνση και αρχίσαμε να βαδίζουμε. Ήμασταν ζαλωμένοι σαν γαϊδούρια, γιατί μετά την Κάλυμνο ο Παναγιώτης θα πέρναγε στην Τουρκία και από εκεί θα επέστρεφε στην Αμερική, οπότε κουβαλούσε όλο του το βιος (μεταξύ άλλων το λαούτο, μία λάφτα, ένα μπάουραν, μία ή δύο λύρες, συν εγώ το σάζι).
Ο ρεντρούμης πήγε τους τουρίστες στα δωμάτια και μετά από καμιά ώρα γύρισε στην πόλη να κοιμηθεί. Μας βρήκε να περπατάμε ακόμη. Ρε παιδιά, μήπως μπορώ να βοηθήσω; Ψάχνετε κάτι;
Του εξηγήσαμε τη φάση. Ολοπρόθυμα, προσφέρθηκε να μας υποδείξει μια παραλία μέσα στην πόλη όπου μπορούσαμε να τσαντιρώσουμε. Αυτό μάς έκανε κατάπληξη: συνήθως οι τουριστέμποροι είναι αρνητικά προδιατεθειμένοι προς τους ελεύθερους κατασκηνωτές. Αλλά αυτή η αντιπάθεια δεν υπάρχει στην Κάλυμνο. Είχαμε μόλις πάρει την πρώτη μυρωδιά από την απίστευτη φιλοξενία αυτού του νησιού.
Στήσαμε εκεί που μας είπε και κοιμηθήκαμε. Ξυπνήσαμε αργούτσικα. Βγήκαμε από τη σκηνή και διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι ήμασταν μες στη μέση της πολης, σχεδόν στην πλατεία Ομονοίας. Κι όμως, κανείς δεν είχε ενοχληθεί από τη σκηνή μας!
Ήπιαμε καφέ και ψάξαμε να βρούμε ένα χάρτη και πληροφορίες για τα δύο πανηγύρια. Χάρτη βρήκαμε, πληροφορίες κανείς δεν ήξερε τίποτε. Αποφασίσαμε στην τύχη ότι θα πηγαίναμε στο ένα από τα δύο, και ότι θα μέναμε σε μία παραλία που σύμφωνα με το χάρτη έμοιαζε να είναι σχετικά κοντά. Η μόνη θετική πληροφορία που λάβαμε ήταν ότι γενικά μπορούμε να στήσουμε σκηνή οπουδήποτε. Πήραμε ένα ταξί για την παραλία που θέλαμε, νομίζω ήταν ο Αρμεός. Ο ταρίφας μάς έπιασε κουβέντα, ψιλοκατάλαβε το στιλ μας και μας πρότεινε: δεν πάτε καλύτερα στα Αργινώντα; Τι είχαμε να χάσουμε; Ας πάμε στα Αργινώντα!
Στα Αργινώντα, τρελή υποδοχή από τους ντόπιους. Συνωθούνταν ποιος θα μας πρόσφερε το χωράφι του για να στήσουμε στον ήσκιο από τις ελιές! Τελικά στήσαμε στην παραλία: συνηθισμένοι στο αφιλόξενο των περισσότερων Ελλήνων, τα 'χαμε χάσει με αυτές τις απροσδόκητες αντιδράσεις και κοιτάγαμε πώς να μη γίνουμε βάρος, ενώ οι άνθρωποι ούτε που τους πέρναγε από το νου να μας δουν σα βάρος. Φυσικά, μας ρώτησαν αν αυτό είναι μπουζούκι κι εκείνο κιθάρα. Όταν τους είπαμε ότι εκείνο είναι λαούτο (καλά, και το άλλο είναι σάζι αλλά άσ' το αυτό) τους άρεσε. Όταν τους είπαμε ότι έχουμε και τσαμπούνα, ενθουσιάστηκαν. Το πρώτο γλέντι πρέπει να έγινε πριν ακόμα στήσουμε τη σκηνή.
Προς το απόγευμα αρχίσαμε να ρωτάμε πώς θα πάμε στο πανηγύρι. Στο πανηγύρι; Μα είναι στου διαβόλου τη μάνα, πίσω από το βουνό, μετά από ένα σωρό χιλιόμετρα άθλιο καρόδρομο! Δεν πάει κανείς από σας να μας πάρει; Όχι παιί μου, τι δουλειά έχουμε εμείς εκειπέρα! ¶ντε φούσκωσ' την τσαμπούνα σου τώρα κι άσ' τα αυτά!
Ναι, αλλά εμείς είχαμε έρθει για το πανηγύρι. Εντάξει, ο χάρτης μάς είχε γελάσει, αλλά όλοι οι άλλοι οιωνοί ήταν τόσο αίσιοι που είπαμε να το τολμήσουμε. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι θα παρατάγαμε τους καινούργιους φίλους μας στη μέση του γλεντιού, που πραγματικά το χαίρονταν.
Πήραμε το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι, με τα πόδια. Κάναμε σήμα σε ένα αγροτικό που πέρναγε. Ναι βέβαια, μετά χαράς να σας πάρουμε. Δεν πάμε στο πανηγύρι, στα ζώα πάμε, αλλά είναι ο δρόμος μας. Μόνο που δεν μπορώ να σας βάλω πίσω, έχω τα σκυλιά στην καρότσα, θα στριμωχτούμε όλοι εδώ μπροστά. Αυτοί ήταν δύο άτομα, κι άλλα δύο εμείς. Στριμωχτήκαμε όπως όπως, άλλος αγκαλιά, άλλος με το λεβιέ ταχυτήτων στον κώλο. Ετοιμαζόμασταν να ζητήσουμε χίλιες συγγνώμες που τους ταλαιπωρούσαμε, αλλά ο τύπος μας πρόλαβε: Ευτυχώς που σας πετύχαμε, γιατί η τετρακίνηση θέλει βάρος μπροστά! Δηλαδή μας ευχαριστούσαν κιόλας!
Το πανηγύρι ήταν όντως στην άκρη του κόσμου. Ο εσπερινός έγινε έξω από ένα ειδυλλιακό μικρό εκκλησάκι, με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Απόλυσε, βγήκε το φαγητό. Κάποια στιγμή βγήκαν και τα όργανα, βιολί και λαούτο. Πρώτο κομμάτι, ίσσος. Μαλάκα, δεν είναι δυνατόν! Είναι στ' αλήθεια όπως στο δίσκο! Δεν υπάρχει, το όνειρο συνεχίζεται! Ο ίδιος σκοπός, ο ίδιος ρυθμός, το ίδιο "δαγκωτό" παίξιμο του βιολιού, οι συρτές διπλόχορδες δοξαριές, το άγριο παίξιμο του λαούτου, όλα, όλα, όπως ακριβώς τα περιμέναμε, και επιπλέον ζωντανοί άνθρωποι που τα ξέρουν, τα αγαπάνε και τα χορεύουν! Δεύτερο κομμάτι, σούστα. Η επιβεβαίωση συνεχίζεται. Κάθονται κάτω οι χορευτές, ανεβαίνουν άλλοι. Πάλι, πρώτο κομμάτι ίσσος, δεύτερο σούστα και κάτω. ¶λλοι χορευτές. Μερικοί ζητάγανε και ένα συρτό ή καλαματιανό. Αυτά έχουν και τραγούδι. Τραγουδιστές δεν υπήρχαν: τραγουδάει ο πρωτοχορευτής, ο αρχηγός της παρέας, και "διπλώνουν" οι υπόλοιποι. Και πάλι, όλα γίνονταν όπως τα ξέραμε στο δίσκο, μόνο που εδώ γίνονταν στ' αλήθεια. Όταν ακούσαμε αυτό το συρτό, γλιστερό "έρι", που γλείφει αργά και απολαυστικά ένα ολόκληρο ημιτόνιο, με το βιλοί να γλείφει κι αυτό παράλληλα τη μία χορδή ενώ η άλλη κρατάει το ίσο, και το λαούτο να κρατάει σταθερά τη νότα όπου θα καταλήξουν, για όση ώρα κι αν τους πάρει μέχρι να καταλήξουν, ενώ κορυφωνόταν η αγωνία μας ν' ακούσουμε τι στίχο θα έλεγε τελικά ο κάβος, και στο τέλος τον έλεγε, και ένα ολόκληρο τείχος από φωνές υψωνόταν από όλο τον κύκλο του χορού και επαναλάμβανε το στίχο, εκεί δακρύσαμε.
Μετά από μερικές παρέες που ακολουθούσαν το ίδιο σχέδιο, ίσσο-σούστα-κάτω ή άντε ίσσο-σούστα-συρτό-καλαματιανό-κάτω, βγήκαν οι καλοί. Εδώ ο πρωτοχορευτής, ψαγμένος, είχε τη μια παραγγελιά πίσω από την άλλη: και τα Κορδόνια, και το Βαρκάκι, και το Κώττικο, και το Αργείτικο, και το Θυμαριώτικο, και την Αναστασιά, και δώσε, και δώσε... Και ψαγμένα στιχάκια, και ανταπόκριση με άλλους που του τραγουδούσαν, και απ' όλα. Αυτός είχε ένα ποτήρι κρασί. Έπινε μια γουλιά, μέχρι να χορέψει μερικά βήματα, και το ακούμπαγε στο τραπέζι που καθόμασταν. Στον επόμενο γύρο του χορού το ξανάπιανε, έπινε μια γουλιά και το άφηνε λίγο παραπέρα. Μετά από τρεις-τέσσερις γύρους του χορού, το ποτήρι είχε φτάσει στο τέλος του τραπεζιού. Οπότε εμείς το πιάναμε και το ξαναπηγαίναμε στην αρχή. Και αφού χόρευαν πολλή ώρα, αυτό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές.
Αυτή ήταν η αφορμή να γνωριστούμε. Όταν τέλιωσε το χορό του, ήρθε και μας έπιασε κουβέντα. Ευχαριστώ για το ποτήρι, καλωσήρθατε κλπ., πρόσεξα ότι τα τραγουδάγατε όλα, πώς κι έτσι; Ε, έγιναν οι συστάσεις. Ο τύπος, εκτός ότι παίζει λαούτο, είχε μία ατζέντα με όλα τα πανηγύρια του χρόνου στο νησί! Μας είπε, περιμένετε, ακόμα δεν είδατε τίποτα. Εμείς τώρα ξεδώσαμε με το χορό, όταν ξεδώσουν και οι υπόλοιποι θα αρχίσουν τα βαριά. Τότε θα φύγουν όσοι είναι να φύγουν, και τότε θα δείτε!
Ο βιολιτζής, είχαμε μάθει στο μεταξύ, ήταν ο Μανώλης ο Φράγκος. Ένας νεαρός, τον ήξερα από κάτι δίσκους, και τον θεωρούσα καλύτερο και από το Έννημα, τον θρυλικό γέρο πρωτοβιολιτζή της Καλύμνου. Το μερακλή με το ποτήρι τον λέγανε Θοωρή.
Ήρθε πράγματι η ώρα που μας είπε ο Θοωρής. Μαζεύτηκε μια μικρή παρέα μερακλήδες γύρω από τα όργανα, και πιάσαν τα καθιστικά. Το Τζιβαέρι (όχι εκείνο!), το Διοσμαράκι, τον Κανάρη, τη Βάρκα, το Χαρκήτικο, τον Ξεξενή, όλους τους υπέροχους, πονεμένους και αληθινούς σκοπούς των χαροκαμμένων χαροκόπων, σκοπούς βαμμένους με το αίμα των σφουγγαράδων, τους ωραιότερους της Ελλάδας. Σιμώσαμε κι εμείς και διπλώναμε. Ο Φράγκος μάς πήρε πρέφα ότι τα ξέραμε. Όταν κάποια στιγμή δίπλωσα επιτυχώς έναν ιδιαίτερα δύσκολο σκοπό, ο Φράγκος μου έκανε νόημα μπράβο. Πήρα θάρρος λοιπόν, και τραγούδησα και μόνος μου μια μαντινάδα. Ο Φράγκος με ξάννοιε στα μάτια και στο στόμα, να δει πώς ακριβώς τον λέω για να μου κλουθά σωστά. Έλα Παναγιά μου, τα ζω ή τα φαντάζομαι; Δεν έχω κλείσει εικοσιτέσσερις ώρες στο νησί, και ήδη τραγουδάω και ο Φράγκος -ποιος, ο Φράγκος!- με παρακολουθεί για να μου παίζει σωστά!

...Έτσι συνεχίστηκε η γνωριμία μας με την Κάλυμνο. Πήγαμε στο Πνευματικό Κέντρο αναζητώντας ένα βιβλίο με καλύμνικα τραγούδια και ο καφετζής του κυλικείου μας είπε "μήπως είστε εκείνοι οι Αμερικάνοι που παίζουν καλύμνικα;" Στα Αργινώντα πηγαίνουμε κάθε χρόνο έκτοτε, αλλά μόνο μία φορά καταφέραμε να πάμε μαζί. Τη μια ανοίγουμε την πόρτα της σκηνής και μας περιμένει ένα πιάτο τηγανισμένα ψάρια, την άλλη μας λένε "άμα έχετε όρεξη να παίξετε απόψε να το πούμε σε δυο-τρεις φίλους" και το βράδυ πλακώνουν εκατό άτομα και η γουρουνοπούλα είναι στη σούβλα, ο Μπαρμπαγιάννης είναι πενθισμένος και απέχει από χορούς και τραγούδια αλλά τελικά σηκώθηκε και χόρεψε τη σούστα με τα κλάματα, ο μπάρμπα-Δρόσος είναι εκατό χρονών και δεν μπορεί να κατέβει στην παραλία να γλεντήσει αλλά κινητοποιείται ολόκληρος μηχανισμός για να τον φέρουν σηκωτό, εκάμαμε γλέντια με ολόκληρα σόγια από τον προπάππου μέχρι τα δισέγγονα στην ίδια παρέα. Στα Αργινώντα όλοι όσους γνωρίζουμε ζουν από τον τουρισμό, άλλος ξαπλώστρες, άλλος ταβέρνα, άλλος δωμάτια, κι όμως, μια φορά στα τόσα χρόνια δε μας έχουν αφήσει να τους δείξουμε το χρώμα του χρήματός μας. Μια φορά πήγα σ' ένα άλλο πανηγύρι, ακόμα πιο στου διαβόλου τη μάνα, που το βρήκα με χίλιες δυο δυσκολίες, και ξαναπέτυχα εκεί το Μανώλη το Φράγκο, και με ρώτησε πού μένω. Του λέω, στ' Αργινώντα. Και πώς θα γυρίσεις; Δεν ξέρω του λέω, θα δω. Μου λέει, θα σε πάω εγώ. Εσύ, του λέω, πού μένεις; Μη ρωτάς, θα σε πάω εγώ, τέρμα. Για το μερακλήκι σου και την αγάπη που έχεις στη μουσική μας. Μετά έμαθα ότι για να πάει εμένα και να γυρίσει σπίτι του έκανε κυριολεκτικά το γύρο του νησιού.Μιαν άλλη φορά πήγα σ' ένα άλλο πανηγύρι και δεν ήταν πολύ πετυχημένο, και οι οργανοπαίχτες λέγανε "κρίμα, αν ήταν ο Παναγιώτης δε θα γίνονταν αυτά"...


Αυτή ήταν η ιστορία μου με την Κάλυμνο, που ήταν εντελώς ονειρεμένη. Την ιστορία μου με την Κάρπαθο, που ήταν πιο δύσκολη, σας την έχω διηγηθεί. Σίγουρα έχετε κι εσείς πολλές τέτοιες ιστορίες. ¶λλος έτρεχε στα βουνά να βρει τους παππούδες, αλλά οι παππούδες καμιά φορά πεθαίνουν, άλλος μόλις έμαθε τις πρώτες νότες στην τσαμπούνα άρχισε να παίζει στις παρέες και οι παρέες τον αποπαίρνανε, αλλά αυτός επέμενε και τα κατάπινε μέχρι να καταφέρει να τους πείσει, άλλος ξεκίναγε να πάει σε κάποιο νησί όπου είχε ακούσει ότι γίνονται τα και τα και έτρωγε την απογοήτευση μιας γης καμένης από τον τουρισμό και την αλλοτρίωση, αλλά έσκαβε μες στ' αποκαΐδια και τελικά εύρισκε αυτό που έψαχνε. Κανείς δεν αγόρασε μια τσαμπούνα από τις ευκαιρίες του Νάκα, και να πάει σε ένα δάσκαλο ή να πάρει το Σόνγκμπουκ και να βγάλει τους σκοπούςαπό τα 100 καλύτερα νησιώτικα. Κανενός δεν του χτύπησε την πόρτα η τσαμπούνα, ούτε η λύρα, ούτε η γκάιντα, ούτε το πολυφωνικό τραγούδι, ούτε τίποτα απ'όλα αυτά. Γι' αυτό τα αγαπάμε. Αν μας τα χάριζαν δε θα τ' αγαπάγαμε, όπως δεν τ' αγαπάν οι χορευτές του συνοικιακού χοροδιδασκαλείου που χρησιμοποιούν εκφράσεις του τύπου "χορεύω Νίσυρο" εννοώντας "κουνάω τον κώλο μου να πέφτουν τα παχάκια" (λες και χάθηκαν τα γυμναστήρια), κι ας νομίζουν ότι τ' αγαπάνε.


Να τι πρόβλημα έχω.

Ελιτιστής; Έστω. Αλλά εμένα δε μ' ενδιαφέρει να ακούσουν τσαμπούνα, δηλαδή την υποψία ενός απόμακρου απόηχου όλης αυτής της περιπέτειας, άνθρωποι που δε θα καταλάβουν.

ΑΛΕΞΗΣ

Αριθμός μηνυμάτων : 54
Registration date : 07/12/2007

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης